- εξονύχιση
- η [εξονυχίζω]η λεπτομερής εξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξονύχιση — η έρευνα που γίνεται λεπτομερειακά και με κάθε ακρίβεια, λεπτολόγηση, ψιλοκοσκίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξονυχισμός — ο [εξονυχίζω] 1. εξονύχιση 2. κόψιμο τών νυχιών υποζυγίων για να τοποθετηθούν πέταλα … Dictionary of Greek
εξονυχιστικός — ή, ό [εξονύχιση] αυτός που γίνεται με μεγάλη ακρίβεια και προσοχή τών λεπτομερειών («εξονυχιστική έρευνα») … Dictionary of Greek
εξονύχισμα — το [εξονυχίζω] εξονύχιση … Dictionary of Greek
εξονυχισμός — ο η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξονύχισμα — το, ατος η εξονύχιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)